- ἀπαρτίζονται
- ἀπαρτίζωmake evenpres ind mp 3rd plἀπαρτίζωmake evenpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιπροσωπεία — Είναι μια έννοια που στο νεότερο δίκαιο έχει δύο θεμελιώδεις, αλλά εντελώς αποκλίνουσες σημασίες, σύμφωνα με το αν γίνεται χρήση της στο ιδιωτικό δίκαιο ή στο δημόσιο δίκαιο. Στο ιδιωτικό δίκαιο η α. είναι θεσμός που ανάγεται κυρίως στο ρωμαϊκό… … Dictionary of Greek
ενδοσκόπηση — Η άμεση παρατήρηση του εσωτερικού ενός κοίλου οργάνου σε κάποιο ζωντανό οργανισμό ή κάποιου μέρους στο εσωτερικό ενός μηχανήματος, που είναι απρόσιτο στο ανθρώπινο μάτι. Η σύγχρονη μέθοδος άμεσης παρατήρησης και φωτογράφησης αντικειμένων που… … Dictionary of Greek
κβαντομηχανική — Θεωρία της μαθηματικής φυσικής που αναπτύχθηκε από την κβαντική θεωρία του Πλανκ (Nόμπελ φυσικής 1918) και εξετάζει τη μηχανική των συστημάτων σωματίων σε ατομικό και υποατομικό επίπεδο, με τη βοήθεια μεγεθών που μπορούν να μετρηθούν. Η θεωρία… … Dictionary of Greek
κρυπτογραφία — Σύστημα γραφής μηνυμάτων με σκοπό τη μυστική αναμετάδοσή τους. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί ένα σύνολο κειμένων, πινάκων, κλειδιών και μηχανισμών διαφόρων τύπων, που επιτρέπουν να μεταβάλλεται ένα φανερό μήνυμα σε κρυπτογραφημένο ή αντίστροφα.… … Dictionary of Greek
μυϊκός — ή, ό (ανατ. βιολ.) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μυς ή αυτός που αποτελείται από μυς (α. «μυϊκή δύναμη» β. «μυϊκή λειτουργία» γ. «μυϊκός ιστός») 2. φρ. α) «μυϊκές ίνες» τα χαρακτηριστικού επιμήκους σχήματος κύτταρα από τα οποία… … Dictionary of Greek
ονειρικός — ή, ό [όνειρο] 1. αυτός που αναφέρεται στα όνειρα 2. αυτός που μοιάζει με όνειρο («ονειρική ζωή») 3. φρ. α) «ονειρικές ψευδαισθήσεις» ψευδαισθήσεις που δεν απαρτίζονται από απλές και μεμονωμένες εικόνες αλλά από μία ολόκληρη σειρά εικόνων οι… … Dictionary of Greek
σπάνιος — α, ο / σπάνιος, ον, ΝΜΑ [σπάνις] 1. αυτός που βρίσκεται σε μικρή ποσότητα, λιγοστός («τὰς δὲ ἄρκτους ἐούσας σπανίας», Ηρόδ.) 2. αυτός που συμβαίνει σπάνια νεοελλ. 1. εκλεκτός, ξεχωριστός («έχει σπάνια χαρίσματα») 2. πολύτιμος, ανεκτίμητος (α.… … Dictionary of Greek
ωτίδα — (otis). Γένος πτηνών της οικογένειας των ωτίδων, που ανήκει στην τάξη των γερανόμορφων. Τα πουλιά αυτά ζουν στις παραμεσόγειες χώρες και σε πολλές περιοχές της Ασίας, της Αυστραλίας και της ανατολικής Αφρικής. Το μήκος του σώματός τους φτάνει περ … Dictionary of Greek
αμοιβαία κεφάλαια — Είδος χρηματοοικονομικής επένδυσης, στην οποία ο επενδυτής συμμετέχει σε ένα κοινό κεφάλαιο, το οποίο συγκροτείται βάσει της κείμενης νομοθεσίας και διαχειριστής του είναι μια ανώνυμη εταιρεία συγκεκριμένης μορφής. Τα α.κ. απαρτίζονται από… … Dictionary of Greek
Ιεράπολη — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της βόρειας Συρίας, μεταξύ του Ευφράτη και του όρους Αμανού στην Κυρηστική. Παλαιότερα ονομαζόταν Βαμβύκη και μετονομάστηκε Ι. κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών. Αποτελούσε σταθμό μεταξύ της… … Dictionary of Greek